κατασκήνωμα

κατασκήνωμα
κατασκήνωμα
covering
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατασκήνωμα — κατασκήνωμα, τὸ (Α) [κατασκηνώ (III)] κάλυμμα, σκέπασμα …   Dictionary of Greek

  • κατασκηνωμάτων — κατασκήνωμα covering neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκηνώματα — κατασκήνωμα covering neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδένδυτος — ον, Α αυτός που ντύνει τα πόδια, που φοριέται στα πόδια («νεκροῡ ποδένδυτον δροίτης κατασκήνωμα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἐνδύω (πρβλ. χαλκ ένδυτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”